- σωματιδιακός
- -ή, -ό, Ν1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σωματίδια («σωματιδιακή φύση τού φωτός»)2. φρ. «σωματιδιακές δέσμες»φυσ. δέσμες ατόμων και μορίων που παράγονται μέσα σε έναν σωλήνα κενού και είναι δυνατόν να υποστούν εκτροπή από την παρουσία μαγνητικών και ηλεκτρικών πεδίων και οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη μελέτη τών ιδιοτήτων τών ατόμων ή τών μορίων από τα οποία αποτελούνται ή τών υλικών πάνω στα οποία προσπίπτουν.
Dictionary of Greek. 2013.